- υποσκάβω
- Νβλ. υποσκάπτω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υποσκάβω — και υποσκάφτω υπόσκαψα, υποσκάφτηκα, υποσκαμμένος 1. σκάβω αποκάτω, υπονομεύω: Ο τοίχος θα πέσει κάποτε, είναι υποσκαμμένος. 2. μτφ., κλονίζω κάτι με συνεχή φθορά: Τα βασανιστήρια υπόσκαψαν την υγεία του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υποσκάπτω — ὑποσκάπτω ΝΑ, και υποσκάβω Ν [σκάπτω] σκάβω αποκάτω νεοελλ. μτφ. 1. υπονομεύω 2. κλονίζω, φθείρω κάτι με συνεχείς προσπάθειες («μεταχειρίστηκε όλα τα μέσα για να υποσκάψει την θέση τού συναδέλφου του») αρχ. 1. σκάβω γύρω από κάτι και επιφανειακά… … Dictionary of Greek